- ταχύρροος
- τᾰχῠ-ρροος, ον,A swiftly-flowing, Hsch. s.v. ἀψορρόου, Sch.Il.18.399.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυρρόου — ταχύρροος swiftly flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυρρόους — ταχύρροος swiftly flowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυρρόων — ταχύρροος swiftly flowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύρρους — ουν, και ασυναιρ. τ. ταχύρροος, οον, Α αυτός που έχει ταχύ ρεύμα, που ρέει με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ρροος / ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύ ρρους] … Dictionary of Greek